γονατιστή

γονατιστή
γονατιστή η
последование вечерни Святого Духа на Пятидесятницу, во время которого верующие преклоняют колени, когда священник читает три длинные молитвы в честь Триединого Бога
Этим.
< γονατίζω «преклонять колени»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γονατιστή" в других словарях:

  • γονατιστός — ή, ό [γονατίζω] 1. πεσμένος στα γόνατα, γονυκλινής 2. το θηλ. ως ουσ. η Γονατιστή η εορτή τής Πεντηκοστής …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»